- νεοφάντης
- νεοφάντης, ὁ (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που μόλις μυήθηκε.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -φάντης (< φαίνω), πρβλ. ιερο-φάντης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοφάντηι — νεοφάντῃ , νεοφάντης newly initiated masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)